- αμφίκουρος
- ἀμφίκουρος, -ον (ΑΜ)μσν.ο κομμένος και από τις δύο πλευρέςαρχ.(για κορμό δέντρου) αυτός, τού οποίου τα κλαδιά έχουν αποκοπεί ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -κουρος < κουρά*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίκουρος — lopped of its branches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκουρον — ἀμφίκουρος lopped of its branches masc/fem acc sg ἀμφίκουρος lopped of its branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
δίκουρος — η, ο (Μ δίκουρος, ον) νεοελλ. 1. (για πρόβατα) αυτός που μπορεί να κουρευτεί δυο φορές τον χρόνο 2. το ουδ. ως ουσ. δίκουρο το δίκουρο πρόβατο μσν. δικέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κουρος < κουρά* (πρβλ. άκουρος, αμφίκουρος)] … Dictionary of Greek
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek